- αφορμίζω
- 1. μετ. раздражать, растравлять, бередить (больное место);2. αμετ. 1) воспаляться (о болячке и т. п.); 2) распаляться, приходить в ярость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφορμίζω — [αφορμή] 1. ερεθίζω, μολύνω ένα τραύμα 2. ερεθίζομαι, διαπυούμαι, παθαίνω φλεγμονή 3. ταράζομαι, γίνομαι έξαλλος, χάνω τα λογικά μου … Dictionary of Greek
αφορμίζω — αφόρμισα, αφορμισμένος, ερεθίζομαι, σχηματίζω πύο (για πληγή): Του αφόρμισε πάλι το σπυρί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγρίζω — (Μ ἀγγρίζω) ερεθίζω, ενοχλώ νεοελλ. 1. (για πληγή) ερεθίζω με ξύσιμο, αφορμίζω 2. (για ζώα) βρίσκομαι σε περίοδο οργασμού, οργώ προς συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρίζω, με ανάπτυξη ερρίνου. ΠΑΡ. ἀγγρισμός νεοελλ. άγγριση, άγγρισμα] … Dictionary of Greek
εξαφορμίζω — και ξαφορμίζω (Μ ἐξαφορμίζω) [αφορμίζω] νεοελλ. 1. τρελαίνω κάποιον με φωνές 2. χάνω τα λογικά μου 3. γίνομαι έξω φρενών μσν. προφασίζομαι, δικαιολογούμαι … Dictionary of Greek
κακοφορμίζω — 1. (για τραύματα, εξανθήματα κ.λπ.) (αμβτ.) ερεθίζομαι, φλεγμαίνομαι, παίρνω άσχημη τροπή, διαπυούμαι («κακοφόρμισε η πληγή σου») 2. (μτβ.) προκαλώ φλεγμονή ή διαπύηση τραύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + φορμίζω (< ἀφορμίζω) … Dictionary of Greek
ξαφορμίζω — 1. (στον Ερωτόκρ.) α) αποδοκιμάζω θορυβωδώς κάποιον τρελαίνοντάς τον με τις φωνές β) τρελαίνομαι («ξαφορμίζ ο νους στο ξαφνικό μαντάτο», Ερωτόκρ.) 2. (για τραύμα) σταματώ να έχω ερεθισμό, να είμαι αφορμισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ αφορμίζω (βλ. και… … Dictionary of Greek
φορμίζω — (I) Ν (κυρίως στον Ερωτόκρ.) χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφορμίζω «γίνομαι έξαλλος, χάνω τα λογικά μου», με σίγηση τού αρκτικού άτονου α ]. (II) Α [φόρμιγξ, ιγγος] (ποιητ. τ.) 1. παίζω τη φόρμιγγα 2. (με αιτ.) εκτελώ μουσικό… … Dictionary of Greek
κακοφορμίζω — κακοφόρμισα, κακοφορμισμένος, προκαλώ φλεγμονή, αφορμίζω: Έξυσα λίγο την πληγή μου και κακοφόρμισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)